ItalianoGreco


raccòrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rakˈkɔrdo]

1 σύνδεση
2 ένωση άρθρωσης
3 σύνδεσμος σωληνώσεων
4 άρθρωση
5 διασύνδεση
6 συγκόλληση
7 ένωση
8 κλείδωση
9 σύζευξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---