Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccorciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rakkorʧaˈmento]

1 συντόμευση
2 περίληψη
3 σύντμηση
4 περικοπή
5 σύντμηση
6 επιτομή
7 περικοπή
8 βράχυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  racconto raccorciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

racconsolare (ρ. μτβ.)
raccontabile (επίθ.)
raccontafavole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
raccontare (ρ. μτβ.)
racconto (ουσ αρσ )
raccorciamento (ουσ αρσ )
raccorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccordare (ρ. μτβ.)
raccordo (ουσ αρσ )
raccostamento (ουσ αρσ )
raccostare (ρ. μτβ.)
raccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccozzare (ρ. μτβ.)
raccozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
racemato (επίθ.)
racemico (επίθ.)
racemifero (επίθ.)
racemo (ουσ αρσ )
racemoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---