Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόracèmico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [raˈʧɛmiko] 1 ρακεμικός 2 που είναι οπτικά αδρανής (για χημική ουσία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |