Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccostàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rakkosˈtare]

1 συλλέγω συγκρίνω και ταξινομώ
2 αντιπαραβάλλω
3 πλησιάζω εκ νέου
4 αφήνω μισάνοιχτο
5 αντιμετωπίζω
6 πλησιάζω
7 προσεγγίζω
8 συγκρίνω
9 φέρνω κοντά

raccostarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rakkosˈtarsi]

1 ξαναπλησιάζω
2 προσεγγίζω
3 πλησιάζω
4 μοιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccostamento raccozzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccordare (ρ. μτβ.)
raccordo (ουσ αρσ )
raccostamento (ουσ αρσ )
raccostare (ρ. μτβ.)
raccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccozzare (ρ. μτβ.)
raccozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
racemato (επίθ.)
racemico (επίθ.)
racemifero (επίθ.)
racemo (ουσ αρσ )
racemoso (επίθ.)
rachialgia (θηλ.ουσ)
rachicentesi (θηλ.ουσ)
rachide (ουσ αρσ και θηλ.)
rachideo (επίθ.)
rachidiano (επίθ.)
rachitico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---