Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpresènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [preˈzɛnte] 1 το παρόν 2 grammatica ο ενεστώτας presènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [preˈzɛnte] παρών (-ούσα, -όν) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαesclusi i presenti = εξαιρούνται οι παρόντες [m.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |