Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈzɛnte]

1 το παρόν
2 grammatica ο ενεστώτας

presènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preˈzɛnte]

παρών (-ούσα, -όν)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presentazione presentemente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


esclusi i presenti = εξαιρούνται οι παρόντες [m.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presentabilità (θηλ.ουσ)
presentare (ρ. μτβ.)
presentarsi (ρ.μ. (αντων.))
presentatore (ουσ αρσ )
presentazione (θηλ.ουσ)
presente (ουσ αρσ )
presente (επίθ.)
presentemente (επίρ.)
presentimento (ουσ αρσ )
presentire (ρ. μτβ.)
presenza (θηλ.ουσ)
presenziare (ρ.αμτβ.)
presepe (ουσ αρσ )
presepio (ουσ αρσ )
preserie (θηλ.ουσ)
preservare (ρ. μτβ.)
preservativo (ουσ αρσ )
preservativo (επίθ.)
preservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preservazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---