Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portafòglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔrtaˈfɔʎʎo]

το πορτοφόλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portafogli portafortuna  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tieni d'occhio il portafoglio! = το πορτοφόλι και τα μάτια σου!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portafiaschi (ουσ αρσ )
portafili (ουσ αρσ )
portafinestra (θηλ.ουσ)
portafiori (ουσ αρσ )
portafogli (ουσ αρσ )
portafoglio (ουσ αρσ )
portafortuna (ουσ αρσ )
portafrutta (ουσ αρσ )
portafusibili (ουσ αρσ )
portagioie (ουσ αρσ )
portagioielli (ουσ αρσ )
portaimmondizie (ουσ αρσ )
portaincenso (ουσ αρσ )
portainnesto (ουσ αρσ )
portainsegna (ουσ αρσ )
portalampada (ουσ αρσ )
portalapis (ουσ αρσ )
portale (ουσ αρσ )
portale (επίθ.)
portalettere (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---