Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portagioièlli  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔrtaʤoˈjɛlli]

1 θήκη κοσμημάτων
2 κοσμηματοθήκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portagioie portaimmondizie  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portafoglio (ουσ αρσ )
portafortuna (ουσ αρσ )
portafrutta (ουσ αρσ )
portafusibili (ουσ αρσ )
portagioie (ουσ αρσ )
portagioielli (ουσ αρσ )
portaimmondizie (ουσ αρσ )
portaincenso (ουσ αρσ )
portainnesto (ουσ αρσ )
portainsegna (ουσ αρσ )
portalampada (ουσ αρσ )
portalapis (ουσ αρσ )
portale (ουσ αρσ )
portale (επίθ.)
portalettere (ουσ αρσ και θηλ.)
portamatita (ουσ αρσ )
portamatite (ουσ αρσ )
portamento (ουσ αρσ )
portamissili (ουσ αρσ )
portamonete (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---