Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [porˈtale]

1 σημείο εισόδου παθογόνου σώματος
2 μεγαλοπρεπής πόρτα
3 πρόναος
4 είσοδος σε τούνελ ή γέφυρα
5 πυλώνας

portàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [porˈtale]

πυλαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portalapis portalettere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portaincenso (ουσ αρσ )
portainnesto (ουσ αρσ )
portainsegna (ουσ αρσ )
portalampada (ουσ αρσ )
portalapis (ουσ αρσ )
portale (ουσ αρσ )
portale (επίθ.)
portalettere (ουσ αρσ και θηλ.)
portamatita (ουσ αρσ )
portamatite (ουσ αρσ )
portamento (ουσ αρσ )
portamissili (ουσ αρσ )
portamonete (ουσ αρσ )
portamorso (ουσ αρσ )
portampolle (ουσ αρσ )
portamunizioni (ουσ αρσ )
portante (ουσ αρσ )
portante (επίθ.)
portantina (θηλ.ουσ)
portantino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---