ItalianoGreco


portàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [porˈtale]

1 σημείο εισόδου παθογόνου σώματος
2 μεγαλοπρεπής πόρτα
3 πρόναος
4 είσοδος σε τούνελ ή γέφυρα
5 πυλώνας

portàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [porˈtale]

πυλαίος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---