Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [porˈtante]

ελαφρό περπάτημα

portànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [porˈtante]

1 μεταφορικός
2 μεταφέρων
3 διατηρούμενος (για άνθρωπο)
4 κομιστής
5 φέρων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portamunizioni portantina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portamissili (ουσ αρσ )
portamonete (ουσ αρσ )
portamorso (ουσ αρσ )
portampolle (ουσ αρσ )
portamunizioni (ουσ αρσ )
portante (ουσ αρσ )
portante (επίθ.)
portantina (θηλ.ουσ)
portantino (ουσ αρσ )
portanza (θηλ.ουσ)
portaobiettivo (ουσ αρσ )
portaoggetto (ουσ αρσ )
portaombrelli (ουσ αρσ )
portaordini (ουσ αρσ και θηλ.)
portapacchi (ουσ αρσ )
portapenne (ουσ αρσ )
portapiatti (ουσ αρσ )
portapipe (ουσ αρσ )
portare (ρ. μτβ.)
portarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---