Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόportànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [porˈtante] ελαφρό περπάτημα portànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [porˈtante] 1 μεταφορικός 2 μεταφέρων 3 διατηρούμενος (για άνθρωπο) 4 κομιστής 5 φέρων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |