Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [porˈtantsa]

1 ανυψωτική επίδραση
2 οργανωμένη αεροπορική μετακίνηση
3 μεταφορική ικανότητα
4 άντωση σε πτερύγια αεροσκάφους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portantino portaobiettivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portamunizioni (ουσ αρσ )
portante (ουσ αρσ )
portante (επίθ.)
portantina (θηλ.ουσ)
portantino (ουσ αρσ )
portanza (θηλ.ουσ)
portaobiettivo (ουσ αρσ )
portaoggetto (ουσ αρσ )
portaombrelli (ουσ αρσ )
portaordini (ουσ αρσ και θηλ.)
portapacchi (ουσ αρσ )
portapenne (ουσ αρσ )
portapiatti (ουσ αρσ )
portapipe (ουσ αρσ )
portare (ρ. μτβ.)
portarsi (ρ.μ. (αντων.))
portaritratti (ουσ αρσ )
portariviste (ουσ αρσ )
portarossetto (ουσ αρσ )
portasapone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---