Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portasapóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔrtasaˈpone]

σαπουνοθήκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portarossetto portascalmo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portare (ρ. μτβ.)
portarsi (ρ.μ. (αντων.))
portaritratti (ουσ αρσ )
portariviste (ουσ αρσ )
portarossetto (ουσ αρσ )
portasapone (ουσ αρσ )
portascalmo (ουσ αρσ )
portascì (αρσ. επίθ και ουσ)
portasciugamano (ουσ αρσ )
portasigarette (ουσ αρσ )
portasigari (ουσ αρσ )
portaspazzole (ουσ αρσ )
portaspazzolino (ουσ αρσ )
portaspilli (ουσ αρσ )
portastanghe (ουσ αρσ )
portastecchini (ουσ αρσ )
portastendardo (ουσ αρσ και θηλ.)
portata (θηλ.ουσ)
portatessera (ουσ αρσ )
portatessere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---