Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [portaˈmento]

1 δακτυλοθεσία (μουσική)
2 συμπεριφορά
3 φέρσιμο
4 διαγωγή
5 βάδισμα
6 βηματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portamatite portamissili  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portale (ουσ αρσ )
portale (επίθ.)
portalettere (ουσ αρσ και θηλ.)
portamatita (ουσ αρσ )
portamatite (ουσ αρσ )
portamento (ουσ αρσ )
portamissili (ουσ αρσ )
portamonete (ουσ αρσ )
portamorso (ουσ αρσ )
portampolle (ουσ αρσ )
portamunizioni (ουσ αρσ )
portante (ουσ αρσ )
portante (επίθ.)
portantina (θηλ.ουσ)
portantino (ουσ αρσ )
portanza (θηλ.ουσ)
portaobiettivo (ουσ αρσ )
portaoggetto (ουσ αρσ )
portaombrelli (ουσ αρσ )
portaordini (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---