Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portafinèstra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔrtafiˈnɛstra]

η τζαμόπορτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portafili portafiori  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portaerei (θηλ.ουσ)
portaferiti (ουσ αρσ )
portafiammiferi (ουσ αρσ )
portafiaschi (ουσ αρσ )
portafili (ουσ αρσ )
portafinestra (θηλ.ουσ)
portafiori (ουσ αρσ )
portafogli (ουσ αρσ )
portafoglio (ουσ αρσ )
portafortuna (ουσ αρσ )
portafrutta (ουσ αρσ )
portafusibili (ουσ αρσ )
portagioie (ουσ αρσ )
portagioielli (ουσ αρσ )
portaimmondizie (ουσ αρσ )
portaincenso (ουσ αρσ )
portainnesto (ουσ αρσ )
portainsegna (ουσ αρσ )
portalampada (ουσ αρσ )
portalapis (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---