Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portaèrei  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔrtaˈɛrei]

το αεροπλανοφόρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portaelicotteri portaferiti  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portachiavi (ουσ αρσ )
portacipria (ουσ αρσ )
portacontainers (ουσ αρσ )
portadischi (ουσ αρσ )
portaelicotteri (θηλ.ουσ)
portaerei (θηλ.ουσ)
portaferiti (ουσ αρσ )
portafiammiferi (ουσ αρσ )
portafiaschi (ουσ αρσ )
portafili (ουσ αρσ )
portafinestra (θηλ.ουσ)
portafiori (ουσ αρσ )
portafogli (ουσ αρσ )
portafoglio (ουσ αρσ )
portafortuna (ουσ αρσ )
portafrutta (ουσ αρσ )
portafusibili (ουσ αρσ )
portagioie (ουσ αρσ )
portagioielli (ουσ αρσ )
portaimmondizie (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---