Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpodére
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poˈdere] 1 κτήμα 2 ζευγολατιό 3 αγρός 4 φάρμα 5 υποστατικό 6 αγρόκτημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |