Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpodagróso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [podaˈgroso], [podaˈgrozo] άρρωστος με ποδάγρα podagróso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [podaˈgroso], [podaˈgrozo] ο της ποδάγρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |