Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


podagróso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [podaˈgroso], [podaˈgrozo]

άρρωστος με ποδάγρα

podagróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [podaˈgroso], [podaˈgrozo]

ο της ποδάγρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  podagrico podalico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poco (επίθ.)
poco (αντων.)
poco (επίρ.)
podagra (θηλ.ουσ)
podagrico (αρσ. επίθ και ουσ)
podagroso (ουσ αρσ )
podagroso (επίθ.)
podalico (επίθ.)
poderale (επίθ.)
poderante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
podere (ουσ αρσ )
poderoso (επίθ.)
podesta (θηλ.ουσ)
podestarile (επίθ.)
podesteria (θηλ.ουσ)
podice (ουσ αρσ )
podio (ουσ αρσ )
podismo (ουσ αρσ )
podista (ουσ αρσ και θηλ.)
podistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---