Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


podàgra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [poˈdagra]

1 ουρική αρθρίτιδα
2 ποδάγρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poco podagrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pochezza (θηλ.ουσ)
poco (ουσ αρσ )
poco (επίθ.)
poco (αντων.)
poco (επίρ.)
podagra (θηλ.ουσ)
podagrico (αρσ. επίθ και ουσ)
podagroso (ουσ αρσ )
podagroso (επίθ.)
podalico (επίθ.)
poderale (επίθ.)
poderante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
podere (ουσ αρσ )
poderoso (επίθ.)
podesta (θηλ.ουσ)
podestarile (επίθ.)
podesteria (θηλ.ουσ)
podice (ουσ αρσ )
podio (ουσ αρσ )
podismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---