Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


poemétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poeˈmetto]

ποιηματάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poema poesia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

podista (ουσ αρσ και θηλ.)
podistico (επίθ.)
podofillo (ουσ αρσ )
podometro (ουσ αρσ )
poema (ουσ αρσ )
poemetto (ουσ αρσ )
poesia (θηλ.ουσ)
poeta (ουσ αρσ )
poetare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
poetastro (ουσ αρσ )
poetessa (θηλ.ουσ)
poetica (θηλ.ουσ)
poeticheria (θηλ.ουσ)
poeticità (θηλ.ουσ)
poetico (ουσ αρσ )
poetico (επίθ.)
poetizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
poetucolo (ουσ αρσ )
poggia (θηλ.ουσ)
poggiacapo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---