Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpoetàstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poeˈtastro] 1 στιχοπλόκος 2 ποιητής κατώτερος 3 ποιητάκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |