Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nichilìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [nikiˈlista]

1 μηδενιστής
2 νιχιλιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nichilismo nichilistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nichelatura (θηλ.ουσ)
nichelcromo (ουσ αρσ )
nichelino (ουσ αρσ )
nichelio (ουσ αρσ )
nichilismo (ουσ αρσ )
nichilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nichilistico (επίθ.)
nicola (ουσ αρσ )
Nicosia (κύρ.όν. θηλ.)
nicotina (θηλ.ουσ)
nicotinico (επίθ.)
nicotinismo (ουσ αρσ )
nicoziana (θηλ.ουσ)
nictalope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nictalopia (θηλ.ουσ)
nictitropico (επίθ.)
nictitropismo (ουσ αρσ )
nictofobia (θηλ.ουσ)
nicturia (θηλ.ουσ)
nidiaceo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---