Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nichelcròmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,nikelˈkrɔmo]

νικέλιο - χρώμιο (κράμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nichelatura nichelino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Nicea (κύρ.όν. θηλ.)
nichel (ουσ αρσ )
nichelare (ρ. μτβ.)
nichelatore (ουσ αρσ )
nichelatura (θηλ.ουσ)
nichelcromo (ουσ αρσ )
nichelino (ουσ αρσ )
nichelio (ουσ αρσ )
nichilismo (ουσ αρσ )
nichilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nichilistico (επίθ.)
nicola (ουσ αρσ )
Nicosia (κύρ.όν. θηλ.)
nicotina (θηλ.ουσ)
nicotinico (επίθ.)
nicotinismo (ουσ αρσ )
nicoziana (θηλ.ουσ)
nictalope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nictalopia (θηλ.ουσ)
nictitropico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---