Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nìcchia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnikkja]

1 κοίλωμα σε τοίχο
2 όστρακο
3 κόγχη
4 θέση κοίλη για άγαλμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nicaraguese nicchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Nibelungi (ουσ αρσ πληθ.)
nibelungico (επίθ.)
nicaraguegno (αρσ. επίθ και ουσ)
nicaraguese (ουσ αρσ και θηλ.)
nicaraguese (επίθ.)
nicchia (θηλ.ουσ)
nicchiare (ρ.αμτβ.)
nicchio (ουσ αρσ )
Nicea (κύρ.όν. θηλ.)
nichel (ουσ αρσ )
nichelare (ρ. μτβ.)
nichelatore (ουσ αρσ )
nichelatura (θηλ.ουσ)
nichelcromo (ουσ αρσ )
nichelino (ουσ αρσ )
nichelio (ουσ αρσ )
nichilismo (ουσ αρσ )
nichilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nichilistico (επίθ.)
nicola (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---