Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnicaraguése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [nikaraˈgwese], [nikaraˈgweze] κάτοικος της Νικαράγουας nicaraguése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [nikaraˈgwese], [nikaraˈgweze] ο της Νικαράγουας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |