Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nìbbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnibbjo]

γεράκι Milvus milvus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  niacina Nibelunghi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nevvero (επιφ.)
newton (σύμβ.)
newtoniano (επίθ.)
ni (ουσ αρσ και θηλ.)
niacina (θηλ.ουσ)
nibbio (ουσ αρσ )
Nibelunghi (ουσ αρσ πληθ.)
Nibelungi (ουσ αρσ πληθ.)
nibelungico (επίθ.)
nicaraguegno (αρσ. επίθ και ουσ)
nicaraguese (ουσ αρσ και θηλ.)
nicaraguese (επίθ.)
nicchia (θηλ.ουσ)
nicchiare (ρ.αμτβ.)
nicchio (ουσ αρσ )
Nicea (κύρ.όν. θηλ.)
nichel (ουσ αρσ )
nichelare (ρ. μτβ.)
nichelatore (ουσ αρσ )
nichelatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---