Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


newton  
σύμβολο

Προσφορά I.P.A.: [ˈnjuton]

μονάδα δύναμης στο σύστημα MKS


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nevvero newtoniano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nevrastenico (επίθ.)
nevrite (θηλ.ουσ)
nevrosi (θηλ.ουσ)
nevrotico (αρσ. επίθ και ουσ)
nevvero (επιφ.)
newton (σύμβ.)
newtoniano (επίθ.)
ni (ουσ αρσ και θηλ.)
niacina (θηλ.ουσ)
nibbio (ουσ αρσ )
Nibelunghi (ουσ αρσ πληθ.)
Nibelungi (ουσ αρσ πληθ.)
nibelungico (επίθ.)
nicaraguegno (αρσ. επίθ και ουσ)
nicaraguese (ουσ αρσ και θηλ.)
nicaraguese (επίθ.)
nicchia (θηλ.ουσ)
nicchiare (ρ.αμτβ.)
nicchio (ουσ αρσ )
Nicea (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---