Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nevrìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [neˈvrite]

νευρίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nevrastenico nevrosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nevralgico (επίθ.)
nevrasse (ουσ αρσ )
nevrastenia (θηλ.ουσ)
nevrastenico (ουσ αρσ )
nevrastenico (επίθ.)
nevrite (θηλ.ουσ)
nevrosi (θηλ.ουσ)
nevrotico (αρσ. επίθ και ουσ)
nevvero (επιφ.)
newton (σύμβ.)
newtoniano (επίθ.)
ni (ουσ αρσ και θηλ.)
niacina (θηλ.ουσ)
nibbio (ουσ αρσ )
Nibelunghi (ουσ αρσ πληθ.)
Nibelungi (ουσ αρσ πληθ.)
nibelungico (επίθ.)
nicaraguegno (αρσ. επίθ και ουσ)
nicaraguese (ουσ αρσ και θηλ.)
nicaraguese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---