Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nèutro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛwtro]

1 ουδέτερο γένος (γραμματική)
2 ουδέτερος αγωγός

nèutro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛwtro]

ουδέτερος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neutrino neutrone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neutralità (θηλ.ουσ)
neutralizzare (ρ. μτβ.)
neutralizzatore (ουσ αρσ )
neutralizzazione (θηλ.ουσ)
neutrino (ουσ αρσ )
neutro (ουσ αρσ )
neutro (επίθ.)
neutrone (ουσ αρσ )
nevaio (ουσ αρσ )
nevato (ουσ αρσ )
nevato (επίθ.)
neve (θηλ.ουσ)
nevicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nevicata (θηλ.ουσ)
nevischiare (ρ.αμτβ.)
nevischio (ουσ αρσ )
nevometro (ουσ αρσ )
nevosità (θηλ.ουσ)
nevoso (ουσ αρσ )
nevoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---