Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nevàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neˈvato]

πεδίο κοκκώδους χιονιού

nevàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [neˈvato]

1 κατάλευκος σαν χιόνι
2 σκεπασμένος με χιόνι
3 χιονισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nevaio neve  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neutrino (ουσ αρσ )
neutro (ουσ αρσ )
neutro (επίθ.)
neutrone (ουσ αρσ )
nevaio (ουσ αρσ )
nevato (ουσ αρσ )
nevato (επίθ.)
neve (θηλ.ουσ)
nevicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nevicata (θηλ.ουσ)
nevischiare (ρ.αμτβ.)
nevischio (ουσ αρσ )
nevometro (ουσ αρσ )
nevosità (θηλ.ουσ)
nevoso (ουσ αρσ )
nevoso (επίθ.)
nevralgia (θηλ.ουσ)
nevralgico (επίθ.)
nevrasse (ουσ αρσ )
nevrastenia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---