Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnevàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [neˈvato] πεδίο κοκκώδους χιονιού nevàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [neˈvato] 1 κατάλευκος σαν χιόνι 2 σκεπασμένος με χιόνι 3 χιονισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |