Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nevóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neˈvoso], [neˈvozo]

τέταρτος μήνας Γαλλικής Δημοκρατίας (Δεκέμβρης-Γενάρης)

nevóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [neˈvoso], [neˈvozo]

1 σκεπασμένος με χιόνι
2 χιονισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nevosità nevralgia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nevicata (θηλ.ουσ)
nevischiare (ρ.αμτβ.)
nevischio (ουσ αρσ )
nevometro (ουσ αρσ )
nevosità (θηλ.ουσ)
nevoso (ουσ αρσ )
nevoso (επίθ.)
nevralgia (θηλ.ουσ)
nevralgico (επίθ.)
nevrasse (ουσ αρσ )
nevrastenia (θηλ.ουσ)
nevrastenico (ουσ αρσ )
nevrastenico (επίθ.)
nevrite (θηλ.ουσ)
nevrosi (θηλ.ουσ)
nevrotico (αρσ. επίθ και ουσ)
nevvero (επιφ.)
newton (σύμβ.)
newtoniano (επίθ.)
ni (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---