ItalianoGreco


nevóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neˈvoso], [neˈvozo]

τέταρτος μήνας Γαλλικής Δημοκρατίας (Δεκέμβρης-Γενάρης)

nevóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [neˈvoso], [neˈvozo]

1 σκεπασμένος με χιόνι
2 χιονισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---