Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


néve  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈneve]

το χιόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nevato nevicare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gatto [αρσ.] delle nevi = ο χιονοστρωτήρας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neutro (επίθ.)
neutrone (ουσ αρσ )
nevaio (ουσ αρσ )
nevato (ουσ αρσ )
nevato (επίθ.)
neve (θηλ.ουσ)
nevicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nevicata (θηλ.ουσ)
nevischiare (ρ.αμτβ.)
nevischio (ουσ αρσ )
nevometro (ουσ αρσ )
nevosità (θηλ.ουσ)
nevoso (ουσ αρσ )
nevoso (επίθ.)
nevralgia (θηλ.ουσ)
nevralgico (επίθ.)
nevrasse (ουσ αρσ )
nevrastenia (θηλ.ουσ)
nevrastenico (ουσ αρσ )
nevrastenico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---