Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnéve
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈneve] το χιόνι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgatto [αρσ.] delle nevi = ο χιονοστρωτήρας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |