Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόneutralità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [newtraliˈta] 1 ουδετεροφιλία 2 ουδετερότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |