Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόneolìtico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [neoˈlitiko] νεολιθική περίοδος neolìtico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [neoˈlitiko] νεολιθικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |