Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόneolaureàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [,nɛolawreˈato] 1 νέος πτυχιούχος πανεπιστημίου 2 νέος τιτλούχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |