Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neolaureàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,nɛolawreˈato]

1 νέος πτυχιούχος πανεπιστημίου
2 νέος τιτλούχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neolatino neoliberalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neogene (ουσ αρσ )
neogotico (αρσ. επίθ και ουσ)
neogreco (ουσ αρσ )
neogreco (επίθ.)
neolatino (επίθ.)
neolaureato (αρσ. επίθ και ουσ)
neoliberalismo (ουσ αρσ )
neolitico (ουσ αρσ )
neolitico (επίθ.)
neologico (επίθ.)
neologismo (ουσ αρσ )
neomicina (θηλ.ουσ)
neon (ουσ αρσ )
neonatale (επίθ.)
neonato (αρσ. επίθ και ουσ)
neonazismo (ουσ αρσ )
neonazista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neopaganesimo (ουσ αρσ )
neoplasia (θηλ.ουσ)
neoplasma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---