Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόneogrèco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,nɛoˈgrɛko] 1 νεοελληνικά 2 νεοελληνική γλώσσα neogrèco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,nɛoˈgrɛko] νεοελληνικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |