Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neogrèco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,nɛoˈgrɛko]

1 νεοελληνικά
2 νεοελληνική γλώσσα

neogrèco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,nɛoˈgrɛko]

νεοελληνικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neogotico neolatino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neofito (ουσ αρσ )
neofobia (θηλ.ουσ)
neoformazione (θηλ.ουσ)
neogene (ουσ αρσ )
neogotico (αρσ. επίθ και ουσ)
neogreco (ουσ αρσ )
neogreco (επίθ.)
neolatino (επίθ.)
neolaureato (αρσ. επίθ και ουσ)
neoliberalismo (ουσ αρσ )
neolitico (ουσ αρσ )
neolitico (επίθ.)
neologico (επίθ.)
neologismo (ουσ αρσ )
neomicina (θηλ.ουσ)
neon (ουσ αρσ )
neonatale (επίθ.)
neonato (αρσ. επίθ και ουσ)
neonazismo (ουσ αρσ )
neonazista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---