Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόneòfito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [neˈɔfito] 1 αρχάριος 2 νεόφυτος 3 προσήλυτος 4 νεοφώτιστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |