Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neofascìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,nɛofaʃˈʃizmo]

νεοφασισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neoellenismo neofascista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neoclassico (επίθ.)
neocolonialismo (ουσ αρσ )
neocolonialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neodimio (ουσ αρσ )
neoellenismo (ουσ αρσ )
neofascismo (ουσ αρσ )
neofascista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neofilia (θηλ.ουσ)
neofita (ουσ αρσ και θηλ.)
neofito (ουσ αρσ )
neofobia (θηλ.ουσ)
neoformazione (θηλ.ουσ)
neogene (ουσ αρσ )
neogotico (αρσ. επίθ και ουσ)
neogreco (ουσ αρσ )
neogreco (επίθ.)
neolatino (επίθ.)
neolaureato (αρσ. επίθ και ουσ)
neoliberalismo (ουσ αρσ )
neolitico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---