Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nèon  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛon]

το νέον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neomicina neonatale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


insegna [θηλ.] al neon = η φωτεινή επιγραφή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neolitico (ουσ αρσ )
neolitico (επίθ.)
neologico (επίθ.)
neologismo (ουσ αρσ )
neomicina (θηλ.ουσ)
neon (ουσ αρσ )
neonatale (επίθ.)
neonato (αρσ. επίθ και ουσ)
neonazismo (ουσ αρσ )
neonazista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neopaganesimo (ουσ αρσ )
neoplasia (θηλ.ουσ)
neoplasma (ουσ αρσ )
neoplastico (επίθ.)
neoplatonico (ουσ αρσ )
neoplatonico (επίθ.)
neoplatonismo (ουσ αρσ )
neopositivismo (ουσ αρσ )
neopositivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neopositivistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---