Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neopositivìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,nɛopozitiˈvizmo]

νεοθετικισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neoplatonismo neopositivista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neoplasma (ουσ αρσ )
neoplastico (επίθ.)
neoplatonico (ουσ αρσ )
neoplatonico (επίθ.)
neoplatonismo (ουσ αρσ )
neopositivismo (ουσ αρσ )
neopositivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neopositivistico (επίθ.)
neoprene (ουσ αρσ )
neorealismo (ουσ αρσ )
neorealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neorealistico (επίθ.)
neoscolastica (θηλ.ουσ)
neoscolastico (αρσ. επίθ και ουσ)
neoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
neoterismo (ουσ αρσ )
neotestamentario (επίθ.)
neotomismo (ουσ αρσ )
neotomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neotomistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---