Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neoplasìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [neoplaˈzia]

1 νεοπλασία
2 νεόπλασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neopaganesimo neoplasma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neonatale (επίθ.)
neonato (αρσ. επίθ και ουσ)
neonazismo (ουσ αρσ )
neonazista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neopaganesimo (ουσ αρσ )
neoplasia (θηλ.ουσ)
neoplasma (ουσ αρσ )
neoplastico (επίθ.)
neoplatonico (ουσ αρσ )
neoplatonico (επίθ.)
neoplatonismo (ουσ αρσ )
neopositivismo (ουσ αρσ )
neopositivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neopositivistico (επίθ.)
neoprene (ουσ αρσ )
neorealismo (ουσ αρσ )
neorealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neorealistico (επίθ.)
neoscolastica (θηλ.ουσ)
neoscolastico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---