Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόneoplasìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [neoplaˈzia] 1 νεοπλασία 2 νεόπλασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |