Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monòmio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔmjo]

Μονώνυμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monomiale monomolecolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monomero (επίθ.)
monometallico (επίθ.)
monometallismo (ουσ αρσ )
monometrico (επίθ.)
monomiale (επίθ.)
monomio (ουσ αρσ )
monomolecolare (επίθ.)
monomotore (ουσ αρσ )
monomotore (επίθ.)
monopala (επίθ.)
monopattino (ουσ αρσ )
monopetalo (επίθ.)
monoplano (ουσ αρσ )
monoplegia (θηλ.ουσ)
monopodico (επίθ.)
monopoli (ουσ αρσ )
monopolio (ουσ αρσ )
monopolista (ουσ αρσ και θηλ.)
monopolistico (επίθ.)
monopolizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---