Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonometallìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [monometalˈlizmo] 1 μονομεταλλισμός 2 νομισματικό σύστημα που βασίζεται στο χρυσό 3 χρήση ενός μετάλλου σε νόμισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |