Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monomanìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monomaˈnia]

Μονομανία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monomane monomaniaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monolito (ουσ αρσ )
monolocale (ουσ αρσ )
monologare (ρ.αμτβ.)
monologo (ουσ αρσ )
monomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
monomania (θηλ.ουσ)
monomaniaco (ουσ αρσ )
monomaniaco (επίθ.)
monomero (επίθ.)
monometallico (επίθ.)
monometallismo (ουσ αρσ )
monometrico (επίθ.)
monomiale (επίθ.)
monomio (ουσ αρσ )
monomolecolare (επίθ.)
monomotore (ουσ αρσ )
monomotore (επίθ.)
monopala (επίθ.)
monopattino (ουσ αρσ )
monopetalo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---