Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔlogo]

1 θεατρικό έργο ή σκηνή όπου ο ηθοποιός μονολογεί
2 ομιλία απευθυνόμενη στο ίδιο το πρόσωπο που μιλάει
3 μονόλογος
4 μονολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monologare monomane  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monolinguismo (ουσ αρσ )
monolitico (επίθ.)
monolito (ουσ αρσ )
monolocale (ουσ αρσ )
monologare (ρ.αμτβ.)
monologo (ουσ αρσ )
monomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
monomania (θηλ.ουσ)
monomaniaco (ουσ αρσ )
monomaniaco (επίθ.)
monomero (επίθ.)
monometallico (επίθ.)
monometallismo (ουσ αρσ )
monometrico (επίθ.)
monomiale (επίθ.)
monomio (ουσ αρσ )
monomolecolare (επίθ.)
monomotore (ουσ αρσ )
monomotore (επίθ.)
monopala (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---