Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monogràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [monoˈgramma]

Μονόγραμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monografista monoicismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monogenetico (επίθ.)
monogenismo (ουσ αρσ )
monografia (θηλ.ουσ)
monografico (επίθ.)
monografista (ουσ αρσ και θηλ.)
monogramma (ουσ αρσ )
monoicismo (ουσ αρσ )
monoico (επίθ.)
monokini (ουσ αρσ )
monolingue (επίθ.)
monolinguismo (ουσ αρσ )
monolitico (επίθ.)
monolito (ουσ αρσ )
monolocale (ουσ αρσ )
monologare (ρ.αμτβ.)
monologo (ουσ αρσ )
monomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
monomania (θηλ.ουσ)
monomaniaco (ουσ αρσ )
monomaniaco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---