Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonogenìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [monoʤeˈnizmo] 1 μονογονία 2 γέννηση ενός μόνο γόνου σε κάθε τοκετό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |