Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monògamo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔgamo]

πιστός μονογαμίας

monògamo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔgamo]

Μονογαμικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monogamico monogenesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monofisita (επίθ.)
monofobia (θηλ.ουσ)
monofora (θηλ.ουσ)
monogamia (θηλ.ουσ)
monogamico (επίθ.)
monogamo (ουσ αρσ )
monogamo (επίθ.)
monogenesi (θηλ.ουσ)
monogenetico (επίθ.)
monogenismo (ουσ αρσ )
monografia (θηλ.ουσ)
monografico (επίθ.)
monografista (ουσ αρσ και θηλ.)
monogramma (ουσ αρσ )
monoicismo (ουσ αρσ )
monoico (επίθ.)
monokini (ουσ αρσ )
monolingue (επίθ.)
monolinguismo (ουσ αρσ )
monolitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---