Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonografìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [monograˈfia] 1 μονογραφία 2 επιστημονική μελέτη 3 πραγματεία για εντελώς ειδικό θέμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |