Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monodìsco  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɔnoˈdisko]

ο με ένα δίσκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monodico monoelica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monocromia (θηλ.ουσ)
monocromo (αρσ. επίθ και ουσ)
monoculare (αρσ. επίθ και ουσ)
monodia (θηλ.ουσ)
monodico (επίθ.)
monodisco (αρσ. επίθ και ουσ)
monoelica (επίθ.)
monofase (επίθ.)
monofisismo (ουσ αρσ )
monofisita (ουσ αρσ και θηλ.)
monofisita (επίθ.)
monofobia (θηλ.ουσ)
monofora (θηλ.ουσ)
monogamia (θηλ.ουσ)
monogamico (επίθ.)
monogamo (ουσ αρσ )
monogamo (επίθ.)
monogenesi (θηλ.ουσ)
monogenetico (επίθ.)
monogenismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---