Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonòcromo, monocròmo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔkromo], [monoˈkrɔmo] 1 μονοχρωματικός 2 μονόχρωμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |