Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monoculàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɔnokuˈlare]

1 επιδρών σε ένα μάτι
2 για χρήση από ένα μάτι
3 μονόφθαλμος
4 μονοφθάλμιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monocromo monodia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monocromatico (επίθ.)
monocromatismo (ουσ αρσ )
monocromatore (ουσ αρσ )
monocromia (θηλ.ουσ)
monocromo (αρσ. επίθ και ουσ)
monoculare (αρσ. επίθ και ουσ)
monodia (θηλ.ουσ)
monodico (επίθ.)
monodisco (αρσ. επίθ και ουσ)
monoelica (επίθ.)
monofase (επίθ.)
monofisismo (ουσ αρσ )
monofisita (ουσ αρσ και θηλ.)
monofisita (επίθ.)
monofobia (θηλ.ουσ)
monofora (θηλ.ουσ)
monogamia (θηλ.ουσ)
monogamico (επίθ.)
monogamo (ουσ αρσ )
monogamo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---